- χειλοφύλαξ
- χειλοφύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκοςA
, ὁ
bandage for the lips,Heliod.
ap. Orib.48.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, ὁ
bandage for the lips,Heliod.
ap. Orib.48.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειλοφύλαξ — ακος, ὁ, Α επίδεσμος κατάλληλος για τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + φύλαξ] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek